- συνεκδημία
- συν-εκ-δημία, ἡ, das Mitverreisen, die Begleitung auf der Reise
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκδημία — συνεκδημίᾱ , συνεκδημία being fem nom/voc/acc dual συνεκδημίᾱ , συνεκδημία being fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδημία — ἡ, Α [συνέκδημος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεκδημῶ* … Dictionary of Greek
συνεκδημητικός — ή, όν, Α [συνεκδημῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνέκδημο ή στην συνεκδημία* 2. αυτός που έχει διάθεση ή έφεση για συνεκδημία* 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνεκδημητικός ονομασία έργου τού Ίωνος … Dictionary of Greek